- κάλπις
- κάλπις, -ιδος, ἡ (Α)1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους3. κάλπη*4. είδος ποτηριού5. μυροδόχο αγγείο6. Παναθηναϊκό αγγείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *klp-, συνεσταλμένη βαθμίδα τής IE *kelp- «κανάτα, στάμνα» και συσχετίζεται με αρχ. ιρλ. cilornn «κανάτα, υδρία». Μαρτυρείται και τ. κάλπη*, παράλληλος ως προς τις σημασίες «τεφροδόχος υδρία» και «ονομασία τού αστερισμού Υδροχόος». Η λ. απαντά σε μτγν. κείμενα με σημ. «κάλπη, κιβώτιο στο οποίο συγκεντρώνονται τα ψηφοδέλτια». Τον τ. κάλπις δανείστηκε η λατ., πιθ. μέσω μιας οσκικής ή ετρουσκικής λ., με τη μορφή calpar].
Dictionary of Greek. 2013.